- τσεργοθήκη
- η, Νερμάρι ή άλλο έπιπλο για τη φύλαξη τών κλινοσκεπασμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσέργα + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσεργοθήκη — η συρτάρι ή άλλο έπιπλο, όπου τοποθετούν τις τσέργες (βλ. λ.) και τα άλλα κλινοσκεπάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)